Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2008
Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2008
έναρξη σχολικής χρονιάς
Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2008
Η διδασκαλία με μοντέλα και οι παρανοήσεις των μαθητών
Ένα καλό μοντέλο είναι κατασκευαστικά ολοκληρωμένο σε σχέση με τα στοιχεία που το αποτελούν, έχει όλα τα ουσιώδη στοιχεία της ιδέας - στόχου, είναι συναφές και κατάλληλο στο επίπεδο λεπτομερειών, χρησιμοποιείται κατάλληλο λεξιλόγιο, είναι συγκεκριμένο στην παρουσίασή του, η σχέση των μερών είναι προφανής και παρέχει καθαρή αντιληπτική εξήγηση ενώ επισημαίνονται ο σκοπός και οι περιορισμοί του μοντέλου. Ωστόσο κατά τη διδασκαλία με μοντέλα δημιουργούνται προβλήματα. Το μεγαλύτερο πρόβλημα αφορά τη σύγχυση μοντέλου και πραγματικότητας. Αν και για έναν επιστήμονα η διάκριση των δυο επιπέδων περιγραφής, αυτών του μοντέλου και της πραγματικότητας, είναι αυτονόητη και γίνεται σχεδόν αυτόματα, η διάκριση των δυο επιπέδων για τους μαθητές δεν είναι καθόλου αυτονόητη, συχνά συγχέουν τα δυο επίπεδα και τούτο, διότι για να φτάσουν σε μια τέτοια διάκριση πρέπει να οικοδομήσουν βήμα - βήμα τα συστατικά των δυο επιπέδων, πριν μπορέσουν να τα συσχετίσουν και να λειτουργήσουν με τη βοήθεια κάποιου μοντέλου. Περιπλοκές προκύπτουν στην επικοινωνία ειδικού με αρχάριους καθώς χρησιμοποιούνται όροι ή λεκτικές συντομεύσεις με διαφορετική σημασιοδότηση. Πολλοί σπουδαστές βρίσκουν τα αναλογικά μοντέλα, που διεισδύουν σε επιστημονικές εξηγήσεις, και προκλητικά και μπερδευτικά. Η διδασκαλία μοντέλων και η μοντελοποίηση είναι ιδιαίτερα δύσκολη, όταν οι δάσκαλοι έχουν έλλειψη γνώσης παιδαγωγικού περιεχομένου ή όταν τα εγχειρίδια και τα άλλα υλικά του προγράμματος ισχυροποιούν ή εισάγουν εναλλακτικές έννοιες.
Οι παρανοήσεις των μαθητών (για το φυσικό κόσμο)
Οι παρανοήσεις διακρίνονται σε αυτές που οφείλονται στις εμπειρίες των μαθητών και σε αυτές που οφείλονται στη διδασκαλία. Οι εμπειρικές αναφέρονται και ως εναλλακτικές ή διαισθητικές (native conceptions). Σε εμπειρικές παρανοήσεις εντάσσονται έννοιες που έχουν κατανοηθεί τουλάχιστον σε κάποια έκταση μέσω καθημερινών εμπειριών και αλληλεπίδραση με φαινόμενα, τέτοιες όπως η ενέργεια, η κίνηση και η βαρύτητα. Οι εναλλακτικές ιδέες των παιδιών έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά (Driver, R., Guesne E. & Tiberghien A., (1985/93), Μερικά χαρακτηριστικά των ιδεών των παιδιών και οι συνέπειές τους για τη διδασκαλία. In R. Driver, E. Guesne, A. Tiberghien (Eds.), Οι ιδέες των παιδιών στις Φυσικές Επιστήμες (ελλ. Μετ.) Αθήνα, Ε.Ε.Φ., Τροχαλία,. 273-285). Για τους μαθητές τα μη ορατά δεν υπάρχουν. Εστιάζουν σε εμφανή χαρακτηριστικά (περιορισμένη εστίαση) και στην κίνηση παρά στην ακινησία. Δεν διαχωρίζουν τις έννοιες και κάνουν χρήση μιας λέξης για την περιγραφή πολλών φαινομένων. Όταν τα παιδιά εξηγούν τις αλλαγές, οι συλλογισμοί τους τείνουν να ακολουθούν μια γραμμική αιτιακή αιτιολογία. Σκέφτονται αλυσιδωτά και με προτίμηση προς μια κατεύθυνση χωρίς να αντιμετωπίζουν αντιστρεπτές διαδικασίες. Επίσης έχουν δυσκολία στην αντίληψη της αλληλεπίδρασης των γεγονότων και δείχνουν εξάρτηση από το πλαίσιο. Όταν αντιμετωπίζουν ένα πρόβλημα "σχολικού" τύπου, το επιλύουν ανατρέχοντας στις σχολικές γνώσεις, ενώ όταν αντιμετωπίζουν κάποιο μη "τυποποιημένο" πρόβλημα χρησιμοποιούν τις ιδέες τους.